- καταπτοώ
- καταπτόησα, καταπτοήθηκα, καταπτοημένος, καταφοβίζω κάποιον, τον κατατρομάζω: Καταπτοήθηκε τόσο πολύ, ώστε δεν ήθελε να ξαναδοκιμάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταπτοώ — καταπτοώ, καταπτόησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπτοώ — (AM καταπτοῶ, έω) προξενώ μεγάλο φόβο σε κάποιον, κατατρομάζω, φοβίζω, κάνω κάποιον να δειλιάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτοῶ «φοβίζω, τρομάζω κάποιον»] … Dictionary of Greek
ακαταπτόητος — η, ο (Α ἀκαταπτόητος, ον) [καταπτοῶ] ατρόμητος, άφοβος … Dictionary of Greek
καταπτόηση — η εκφόβιση, εκφοβισμός, πανικός, κατατρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπτοῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταπτόησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
καταφοβίζω — (επιτ. τ. τού φοβίζω) προξενώ σε κάποιον υπερβολικό φόβο, καταπτοώ, κατατρομάζω, τρομοκρατώ κάποιον … Dictionary of Greek
περιπτοώ — έω, Α φοβίζω κάποιον υπερβολικά, καταπτοώ, κατατρομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτοῶ «τρομάζω, καταβάλλω»] … Dictionary of Greek
προκαταπτοώ — έω, Μ κατατρομάζω εκ τών προτέρων, προ καταπλήσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπτοῶ «φοβίζω, κατατρομάζω»] … Dictionary of Greek
προσκαταπτοιώ — έω, Α καταπτοώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατά + πτοιῶ, άλλος τ. του πτοῶ] … Dictionary of Greek